- κλινάμαξα
- ησιδηροδρομική άμαξα που είναι εφοδιασμένη με κλίνες: Ταξιδεύει με κλινάμαξα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλινάμαξα — η είδος σιδηροδρομικού επιβατηγού οχήματος κατάλληλα διαρρυθμισμένου για κατάκλιση και ύπνο τών επιβατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + άμαξα (< ἅμαξα), πρβλ. βοϊδ άμαξα, χειρ άμαξα] … Dictionary of Greek
βαγκόν-λι — το σιδηροδρομικό βαγόνι με κρεβάτια, κλινάμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικός όρος < γαλλ. wagon lit «βαγόνι κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
βαγκονλί — το (λ. γαλλ.),βαγόνι αμαξοστοιχίας με κρεβάτια, η κλινάμαξα: Θα ταξιδέψω βράδυ βαγκονλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)